ὀστρακοῦς
Look at other dictionaries:
οστρακούς — ὀστρακοῡς, οῡν (Α) (συνηρ. τ.) βλ. οστρακόεις … Dictionary of Greek
ὀστρακοῦς — ὀστρακόω turn into potsherds pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστρακόεις — ὀστρακόεις, εσσα, εν και συνηρ. τ. ὀστρακοῡς, οῡν (Α) (ποιητ. τ.) οστράκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek